- σωματειακός
- η , ό[ν]1) профсоюзный; 2) корпоративный; относящийся к корпорации, ассоциации, объединению и т. п.;
σωματειακό σύστημα — корпоративная система
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σωματειακό σύστημα — корпоративная система
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σωματειακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε σωματείο (α. «σωματειακή οργάνωση» β. «σωματειακή νομοθεσία») 2. φρ. «σωματειακό κράτος» πολιτικό σύστημα που εφαρμόστηκε στη φασιστική Ιταλία και στο οποίο η οργάνωση στα ελεγχόμενα από το κράτος… … Dictionary of Greek
σωματειακός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στο σωματείο: Αντέδρασαν οι διάφορες σωματειακές ενώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)